- ζωοτροφείο(ν)
- τό1) животноводческая ферма; 2) зверинец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωοτροφείο — το (Α ζωοτροφεῑον) [ζωοτρόφος] ο τόπος όπου διατρέφονται ζώα … Dictionary of Greek
ζωοτροφείο — το τόπος όπου διατρέφονται ζώα, κτηνοτροφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)